- φιαλοθήκη
- ησκεύος με κατάλληλες υποδοχές για να τοποθετούνται φιάλες, η μποτιλιέρα.
Νέο ερμηνευτικό λεξικό της νεοελληνικής γλώσσας (Новый толковании словарь современного греческого). 2014.
Νέο ερμηνευτικό λεξικό της νεοελληνικής γλώσσας (Новый толковании словарь современного греческого). 2014.
φιαλοθήκη — η, Ν θήκη ειδική για την τοποθέτηση φιαλών. [ΕΤΥΜΟΛ. < φιάλη + θήκη (πρβλ. δισκο θήκη). Η λ. μαρτυρείται από το 1835 στον Σκαρλ. Δ. Βυζάντιο] … Dictionary of Greek
φιαλοδόχη — η, Ν φιαλοθήκη. [ΕΤΥΜΟΛ. < φιάλη + δόχη (< δέχομαι), πρβλ. τεφρο δόχη] … Dictionary of Greek
φιαλοδόχος — η, Ν φιαλοδοχή, φιαλοθήκη. [ΕΤΥΜΟΛ. < φιάλη + δόχος (< δέχομαι), πρβλ. αμμο δόχος] … Dictionary of Greek
φιαλοθέτης — ο, Ν φιαλοθήκη. [ΕΤΥΜΟΛ. < φιάλη + θέτης (< τίθημι), πρβλ. στοιχειο θέτης] … Dictionary of Greek